- νοοσφαλής
- νοοσφᾰλής, ές, (σφάλλω)A = νοοπλανής 11, Nonn.D.17.277.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νοοσφαλής — νοοσφαλής, ές (Α) αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. δομο σφαλής, μεθυ σφαλής] … Dictionary of Greek
νοοσφαλές — νοοσφαλής masc/fem voc sg νοοσφαλής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοοσφαλέος — νοοσφαλής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοοσφαλέων — νοοσφαλής masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek